Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent van Gogh) γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1853 και ήταν γιος πάστορα. Ήταν βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος και δούλεψε ως λαϊκός ιεροκήρυκας στην Αγγλία και κοντά στους Βέλγους ανθρακωρύχους. Τον είχε επηρεάσει πολύ η τέχνη του Μιλλέ και το κοινωνικό της μήνυμα και αποφάσισε να γίνει και ο ίδιος ζωγράφος, απόφαση που ικανοποιούσε και τη μόνιμη επιθυμία του για αυτοπραγμάτωση μέσω μιας κοινωνικά χρήσιμης εργασίας. Ο νεότερος αδερφός του ο Τεό που εργαζόταν στο κατάστημα ενός εμπόρου τέχνης, του έδειξε τους ιμπρεσιονιστές. Ο Τεό ήταν αξιόλογος άνθρωπος. Φτωχός ο ίδιος, βοηθούσε πάντα, αδιαμαρτύρητα τον αδερφό του και του έκανε και τα έξοδα για να φύγει απ’ το Παρίσι και να πάει στην Αρλ, στη νότια Γαλλία.
Ο Βικέντιος ήλπιζε πως, αν δούλευε εκεί ανενόχλητος για μερικά χρόνια, θα μπορούσε ίσως μια μέρα να πουλήσει τα έργα του και να ξεπληρώσει το γενναιόδωρο αδερφό του. Στην απομόνωση που διάλεξε, στην Αρλ, έγραφε όλες τις ιδέες και τις ελπίδες του στον Τεό και τα γράμματα του είναι ένα συνεχές ημερολόγιο. Αυτά τα γράμματα ενός ταπεινού και σχεδόν αυτοδίδακτου καλλιτέχνη που δεν έχει ιδέα για τη μελλοντική του φήμη παραμένουν μία από τις πιο συγκινητικές και ενδιαφέρουσες αλληλογραφίες της διεθνούς λογοτεχνίας. Μας βοηθά να δούμε έναν καλλιτέχνη που είχε βαθιά αίσθηση της αποστολής του, τους αγώνες και τους θριάμβους του, την απελπιστική του μοναξιά και τη λαχτάρα του για συντροφικότητα και συνειδητοποιούμε κάτω από ποια φοβερή πίεση δούλευε με τόσο πυρετώδη δυναμισμό. Σε διάστημα λιγότερο από χρόνο είχε μια κρίση παράνοιας και λίγο μετά εισήχθη σε φρενοκομείο, είχε ακόμα περιόδους διαύγειας και τότε ζωγράφιζε πάλι. Η αγωνία του συνεχίστηκε άλλους 14 μήνες. Τον Ιούλιο του 1890, αυτοκτόνησε με όπλο. Ήταν 37 ετών, όπως ο Ραφαήλ, κι η σταδιοδρομία του ως ζωγράφου δεν είχε κρατήσει περισσότερο από 10 χρόνια: τα έργα που τον έκαναν διάσημο τα ζωγράφισε μέσα σε 3 χρόνια το πολύ που τα σημάδευαν κρίσεις και απελπισία. Οι πιο πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν σήμερα κάποια από αυτά τα έργα (ηλιοτρόπια, κυπαρίσσια, πορτρέτα, η άδεια καρέκλα) που κυκλοφορούν σε αναπαραγωγές και τα βλέπουμε σε απλά σπίτια. Αυτό ήθελε και ο Βαν Γκογκ. Ήθελε τα έργα του να κάνουν την ίδια άμεση δυνατή εντύπωση με τα χρωματιστά χαρακτικά των Γιαπωνέζων που τόσο τους θαύμαζε. Αναζητούσε με πάθος μια απλή τέχνη που δε θα τραβούσε μόνο τους πλούσιους φιλότεχνους, αλλά θα έδινε χαρά και παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους.
Στα έργα του Βαν Γκογκ βλέπουμε, εκτός από την επιρροή του Μιλλέ στην αρχή, ένα δεσμό με την κουλτούρα της πατρίδας του: 1) αναζήτηση απλότητας και ειλικρίνειας, απόρριψη διανοουμενίστικης τάσης 2) πίστη στην ηθική σπουδαιότητα της τέχνης που δεν θα πρέπει να εξιδανικεύει την πραγματικότητα αλλά να ανακαλύπτει σε αυτήν μια ιερότητα, ακόμα και από τα καθημερινά γεγονότα και αντικείμενα. Έτσι είχε εντυπωσιαστεί από τους ολλανδούς του 17ου και ειδικά το Ρέμπραντ, που τα είχε σεβαστεί όλα αυτά. Είχε μια βαθιά ανθρωπιά στο έργο του, παιχνίδι φωτός σκιάς με δραματικό αποτέλεσμα – πιστότητα στην απεικόνιση, ποιοτικό χειρισμό του μέσου.
Βέβαια είχε αφομοιώσει τα μαθήματα των Ιμπρεσιονιστών και τον ποϊντιγισμό του Σερά. Του άρεσε η τεχνική με τις κουκίδες, και τις πινελιές με καθαρό χρώμα, στα χέρια του όμως έγινε κάτι διαφορετικό από τον αρχικό προορισμό που τις είχαν δώσει οι Παρισινοί ζωγράφοι. Ο Βαν Γκογκ χρησιμοποίησε τις χωριστές πινελιές όχι μόνο για να διασπάσει το χρώμα, αλλά και για να εκφράσει το δικό του πυρετό. Οι πινελιές του Βαν Γκογκ μιλάνε για την κατάσταση του μυαλού του, είναι μια κραυγή αγωνίας στην αδιάκοπη πάλη του να απελευθερώσει τα βίαια καταπιεσμένα πάθη του. Κανένας καλλιτέχνης δεν το έκανε αυτό. Ελεύθερη πινελιά υπάρχει και σε έργα άλλων καλλιτεχνών, εκφράζει όμως γρήγορη αντίληψη και μαστοριά, όχι έξαρση νου του καλλιτέχνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου